ξεπορτίζω

ξεπορτίζω
1. εξαναγκάζω ή αφήνω κάποιον να φύγει από το σπίτι
2. φεύγω από το σπίτι μου, ιδίως κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + πόρτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεπορτίζω — ξεπορτίζω, ξεπόρτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπορτίζω — ξεπόρτισα, ξεπορτισμένος 1. μτβ., αναγκάζω κάποιον να φύγει, τον βγάζω έξω από την πόρτα, τον διώχνω: Τι τα ξεπόρτισες μες στο μεσημέρι τα παιδιά; 2. αμτβ., φεύγω από το σπίτι: Κάθε μέρα ξεπορτίζεις από το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεπόρτισμα — το [ξεπορτίζω] 1. διώξιμο κάποιου από το σπίτι 2. εγκατάλειψη τού σπιτιού κρυφά …   Dictionary of Greek

  • ψικεύω — Ν [ψίκι] 1. συμμετέχω σε νυφική πομπή, σε ψίκι 2. ξεπορτίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”